πυργοδεσπότη

πυργοδεσπότη
şato sahibi (feodalite)

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πυργοδέσποινα — η, Ν 1. ιδιοκτήτρια μεγαλοπρεπούς κτηρίου 2. η σύζυγος τού πυργοδεσπότη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πύργος + δέσποινα. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην Αικ. Ζάρκου] …   Dictionary of Greek

  • φεουδαλισμός — Κοινωνικό και πολιτικό σύστημα, που άκμασε κυρίως κατά τον 9o 13o αι., ιδίως στα δυτικοευρωπαϊκά κράτη που προήλθαν από τη διάλυση της αυτοκρατορίας των Kαρολιδών (σημερινή Γαλλία, Γερμανία κλπ.). Το φαινόμενο έχει την αρχή του στην τελευταία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”